περιορίζω

περιορίζω
ΝΜΑ [ορίζω]
1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» — χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.)
2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β. «ὀρέξεις αὐταρκείᾳ περιορίζονται», Κλημ.)
3. επιβάλλω σε κάποιον να μείνει σε έναν χώρο, τού απαγορεύω τις μετακινήσεις (α. «τήν περιόρισαν σε μοναστήρι» β. «ἐν νήσῳ περιορισθείς», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
1. συγκρατώ κάποιον για να μην παρεκτρέπεται («έχει τα παιδιά του περιορισμένα»)
2. αρκούμαι («περιορίστηκε σε απλή διαμαρτυρία»)
3. γίνομαι έξαλλος από χαρά ή από λύπη («όλοι περιωριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη», Ερωτόκρ.)
4. μέσ. περιορίζομαι
(για θηρίο) συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι («περιορίζεται, πετιέται, αίμ' ανθρώπινο ζητά», Σολωμ.)
5. (μτχ. μέσ. παρακμ.) περιορισμένος, -η, -ο
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο, από το κοινό μέτρο (α. «περιορισμένες δυνατότητες» β. «περιορισμένη αντίληψη»)
μσν.-αρχ.
1. συντέμνω, συμπυκνώνω («χιλίων γὰρ ἐτῶν περιοριζομένων εἰς μίαν ἡμέραν ἐν ὀφθαλμοῑς θεοῡ», Μεθόδ.)
2. ορίζω, καθορίζω («τῇ εὐπορίᾳ τοῡ ἄρτου τὴν ζωὴν περιορίζεται», Γρηγ. Νύσσ.)
3. περιγράφω
αρχ.
μέσ. ιατρ. εξαρθρώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιορίζω — mark by boundaries pres subj act 1st sg περιορίζω mark by boundaries pres ind act 1st sg περϊορίζω , περιορίζω mark by boundaries pres subj act 1st sg περϊορίζω , περιορίζω mark by boundaries pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορίζω — περιορίζω, περιόρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιορίζω — περιόρισα, περιορίστηκα, περιορισμένος: 1. κλείνω μέσα: Την περιόρισαν σε μοναστήρι. 2. ελαττώνω, μετριάζω: Περιορίζω τις απαιτήσεις μου, τις δαπάνες, το πιοτό. 3. συγκρατώ, συνετίζω, χαλιναγωγώ, περιμαζεύω: Περιόρισε τα παιδιά της, γιατί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιορίσει — περιορίζω mark by boundaries aor subj act 3rd sg (epic) περιορίζω mark by boundaries fut ind mid 2nd sg περιορίζω mark by boundaries fut ind act 3rd sg περϊορίσει , περιορίζω mark by boundaries aor subj act 3rd sg (epic) περϊορίσει , περιορίζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορίσῃ — περιορίζω mark by boundaries aor subj mid 2nd sg περιορίζω mark by boundaries aor subj act 3rd sg περιορίζω mark by boundaries fut ind mid 2nd sg περϊορίσῃ , περιορίζω mark by boundaries aor subj mid 2nd sg περϊορίσῃ , περιορίζω mark by… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριζομένων — περιορίζω mark by boundaries pres part mp fem gen pl περιορίζω mark by boundaries pres part mp masc/neut gen pl περϊοριζομένων , περιορίζω mark by boundaries pres part mp fem gen pl περϊοριζομένων , περιορίζω mark by boundaries pres part mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριζόμενον — περιορίζω mark by boundaries pres part mp masc acc sg περιορίζω mark by boundaries pres part mp neut nom/voc/acc sg περϊοριζόμενον , περιορίζω mark by boundaries pres part mp masc acc sg περϊοριζόμενον , περιορίζω mark by boundaries pres part mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοριζόντων — περιορίζω mark by boundaries pres part act masc/neut gen pl περιορίζω mark by boundaries pres imperat act 3rd pl περϊοριζόντων , περιορίζω mark by boundaries pres part act masc/neut gen pl περϊοριζόντων , περιορίζω mark by boundaries pres imperat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορισθέντα — περιορίζω mark by boundaries aor part pass neut nom/voc/acc pl περιορίζω mark by boundaries aor part pass masc acc sg περϊορισθέντα , περιορίζω mark by boundaries aor part pass neut nom/voc/acc pl περϊορισθέντα , περιορίζω mark by boundaries aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιορίζει — περιορίζω mark by boundaries pres ind mp 2nd sg περιορίζω mark by boundaries pres ind act 3rd sg περϊορίζει , περιορίζω mark by boundaries pres ind mp 2nd sg περϊορίζει , περιορίζω mark by boundaries pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”